καθοδικός

καθοδικός
η , ό[ν] физ. катодный;

καθοδικαί ακτίνες — катодные лучи


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καθοδικός" в других словарях:

  • καθοδικός — ή, ό [κάθοδος] (γεν. και ηλεκτρ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθοδο ή αυτός που χαρακτηρίζεται από την κάθοδο 2. φρ. (ηλεκτρον.) α) «καθοδικός σωλήνας» ή «καθοδική λυχνία» αερόκενος σωλήνας στον οποίο η πρόσπτωση μιας λεπτής… …   Dictionary of Greek

  • καθοδικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθοδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωλήνας — Μακρουλό και διάτρητο σώμα όπως το καλάμι: σιδερένιος σ., σ. πυροβόλου, σ. καπνοσύριγγας κλπ. Επίσης πεπτικός σ. καθώς και ένα είδος οστρακόδερμου. Οι σωλήνες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία για πολλαπλές χρήσεις. Στη φωτογραφία,… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… …   Dictionary of Greek

  • φασματογράφος — Με τον όρο αυτό είναι γνωστά δύο διαφορετικά όργανα: α) το φασματοσκόπιο, το εφοδιασμένο με συστήματα καταγραφής και ανάλυσης των φασμάτων, και β) ο φ. μάζας, που διαχωρίζει μεταξύ τους ιόντα ή μόρια που έχουν διαφορετική σχέση μεταξύ μάζας και… …   Dictionary of Greek

  • Βοιωτίας, νομός — Νομός (3.211 τ. χλμ., 131.085 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Στα Β συνορεύει με τον νομό Φθιώτιδος, ΒΔ με τον νομό Φωκίδος, ΒΑ με τον νομό Ευβοίας (που κατέχει ένα μικρό τμήμα της Βοιωτίας στη δυτική ακτή του Ευρίπου, το οποίο αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • κατιών, -ιούσα, -ιόν — αρχαία μετοχή, αυτός που κατεβαίνει, καθοδικός· χρησιμοποιείται και τώρα σε ειδικές φράσεις, όπως οι «κατιόντες συγγενείς», με την έννοια των απογόνων που προέρχονται από κάποιο πρόσωπο, «κατιούσα κλίμακα», που σημαίνει την κλίμακα που οι φθόγγοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»